Αὐτό τό μέρος, ἀποτελεῖ μέρος τῆς ἱστορίας τοῦ τότε... |
Χρόνια νοσταλγικά, ἂν καί γεμᾶτα δυσκολίες !
Τά παιδικά μας χρόνια τά ζήσαμε ἀπό την δεκαετία μετά την λῆξι
τῶν πολέμων, δηλαδή το πενήντα .
Δεν εἲχαμε ἠλεκτρικό ρεῦμα στο χωριό, οὒτε φυσικά πλυντήρια
ρούχων... Το βράδυ φωτιζόμασταν με ἁπλές λάμπες πετρελαίου και με ἁπλᾶ λυχνάρια
λαδιοῦ ἑνῶ στα καφενεῖα, εἶχαν τα λούξ πού φώτιζαν δυνατά.
Οἱ γυναῖκες ἒπλεναν τα ροῦχα στην βρύση στό ποτάμι που
κράταγε νερά ὃλο τα καλοκαῖρι και ἒδινε ζωή στα παρακείμενα χωράφια .
Ὃλη ἡ ζωντάνια ἦταν μαζεμένη γύρω ἀπό αὐτήν την βρύση πού ἀντηχοῦσε
το κοπάνι μαζί μέ τις γυναικεῖες φωνές οἱ ὁποῖες στα ἀφτιά μας ἒμοιαζαν με
κελάδισμα γιατί δεν μπορούσαμε να ἀποκοδικοποιήσουμε τά πονηρά ὑπονοούμενα, τά ἀνέκδοτα
και τά κουτσομπολιά τῶν μανάδων μας …
Δεν εἲχαμε νερό στις
κατοικίες μας και τρέχαμε με τενεκέδες στα πηγάδια πού ἦσαν μακριά.
Ἰδιαίτερα βαρύ για την ἀφεντιά μου μόλις πάτησα τα δέκα,
γιατί ἡ μητέρα μου ἦταν μανιακή με τις ντάλιες, τις μπιγκόνιες, τις
τριανταφυλλιές, τά διάφορα χρυσάνθεμα και ὃ,τι φυτό τῆς ἒστελνε ὁ Θεός !...
Ἓνα Θεόσταλτο φυτό, φύτρωσε ἀκριβῶς δίπλα ἀπό την εἲσοδο τῆς
αὐλῆς. Εἶχε τα φύλα του σαν αὐτά τοῦ κατιφέ και μεγάλωνε πολύ γρήγορα!
Τό θαύμαζαν οἱ γονεῖς μου για την ὀμορφιά του ! Το θαύμαζαν
και οἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς που ζητοῦσαν να τους δώσουμε σπόρο ὃταν
καρπίσει! Ἀλλά αὐτό, ὃσο και να το
θαύμαζαν, δεν το ἒπιανε καμία βασκανία ὃπως πιάνει κάθε ὃμορφο πού θαύμαζεις ! Ἀντίθετα,
θεριευόταν περισσότερο και ἒφθασε ἓνα μπόϊ!
Μέχρι πού κάποια μέρα μᾶς το ζήλεψε ἓνας χωροφύλαξ πού ἒτυχε
να περάσει και διέταξε τον πατέρα μου να το ξηλώσει ἀμέσως !
Ἡ ἂτιμη ἡ ἐξουσιά, ἀπό τότε κυνηγοῦσε κάθε τι που προοδεύει
… Ἒτσι οἱ γονεῖς μου, ἒκοψαν το φυτό με
βαθιά θλῖψι και στεναχώρια τῆς μητέρας που δεν εἶχε και ἂλλη ψυχαγωγία ἀπό τά
λουλούδια της!
Τότε, δέν εἲχαμε τηλεοράσεις, ἑνῶ τά ραδιόφωνα ἦσαν σπάνια. Ἓνα
τηλέφωνο ὑπῆρχε για ὃλο το χωριό !
Δεν νοιώθαμε να μᾶς λείπουν τα σμαρτφόουνς, οὒτε τα τάμπλετ,
οὒτε τα κινητά γιατί δεν ξέραμε ὃτι θα μποροῦσαν κάποτε να ὑπάρχουν τέτοια
πράγματα…
Τά παιχνίδια μας ἦσαν ἁπλᾶ, ὁμαδικά και κάναμε αὐτοσχέδιες
κατασκευές. Ἀπό ξύλινα καρότσια μέχρι πατίνια με ρουλεμάν.
Ἰδιαίτερα εὐτυχής αἰσθανόμουν
ὃταν μποροῦσα να ἀγοράσω ἓνα κουτί μπαροῦτι ἀπό τα λεφτά τῶν καλάντων τα ὁποῖα ἂν
και λίγα, μαζί με καμιά τυχαία ἀνατροφοδότησι, ἒβγαζαν τις ἀνάγκες μου σε
χαρτζιλίκι για ἓνα ἒτος !
Ὃταν ἀγόραζα καινούριο κουτί με μπαροῦτι, τα πρῶτα βράδια το
ἒβαζα την νύκτα κάτω ἀπό το μαξιλάρι ... Ἧταν αὐτό πού λέμε ἀκόμη : Καινούριο
κοσκινάκι μου…
Αὐτό το ὑλικό, μαζί με τα φυτίλια που βρίσκαμε ἂφθονο ἀπό το
μεταλλεῖο, ἀποτελοῦσε στοιχεῖο πλούτου για τον καθ ἓναν μας και πάντα ἒπρεπε να
ὑπάρχει ἒγκαιρη πρόνοια για το ἑπόμενο πάσχα!
Τότε δεν ὑπῆρχαν τρομοκρατικές ὀργανώσεις οὒτε ἀναρχικοί για
να μᾶς κυνηγήσουν ἀπό την ἀστυνομία …
Μ΄αὐτά, φτιάχναμε τά τρίγωνα για τον ἐπιτάφιο και την Ἀνάστασι.
Μερικοί δε ἐξελιγμένοι, γέμιζαν σωλῆνες για να σκᾶνε και να κάνουν δυνατό
κρότο. Ἂλλοι, ἒφτιαχναν αὐτοσχέδια πιστόλια με κομμένους σωλῆνες και κοντάκι
φτιαγμένο ἀπό ξύλο, σκαλισμένο με σουγιά που εὐτυχῶς παρά τά ἀτυχήματα, δεν ἒμεινε
κανένας χωρίς μάτια και χέρια …
Ἡ δική μου ἐξειδίκευσις, ἐπειδή ἒρεπα πάντα στην πρωτοτυπία,
πέρα ἀπό καρότσια, πατίνια καί τρίγωνα, ἐξελήχθηκε στους πυραύλους. Δηλαδή, ἒπερνα
ἓναν σωλῆνα, τον γέμιζα μπαροῦτι, τον συνέδεα με το φυτίλι στο κάτω μέρος και
τον πίεζα με χαρτί. Στο πάνω μέρος, εἶχα συνδέσει γερά την ὀβίδα πάνω ἀπό το
τσιμεντάρισμα που εἶχα κάνει στην ἂλλη ἂκρη
τοῦ σωλῆνα για να μην ὁδηγηθοῦν τα ἀέρια προς τα πανω και αφήνοντας χῶρο να
στερεωθεῖ. Ἡ ὀβίδα ἦταν μπαρούτι σκληρά πιεσμένη με σφιγμένο σε πολλές στρώσεις
σκληρό χαρτί ἀπό τις σακοῦλες τῶν λιπασμάτων, σε μορφή σωλῆνα και συνδεδεμένη
με ἂλλο φυτίλι. Εἶχα χρονομετρήσει και ὑπολογίσει την διαφορά μήκους ἀνάμεσα
στα δύο φυτίλα οὓτως ὣστε ἡ ἒκρηξις να γίνεται την στιγμή πού ο πύραυλος εἶχε
πάρει ὓψος. Το σύστημα στερεωνόταν σε μία τρύπα πάνω στην Γῆ .
Ἒ εἶχα μεγάλον ἃγιο ….
Ἀλλά τό γεφύρι τοῦ χωριοῦ μας, πρέπει να ἒχει ἀποδειχτεῖ ἓνα
ἀπό τά ποιό ἀνθεκτικά ἒργα τοῦ πλανήτη ἢ να ἒχει τον ἀντίστοιχο ἃγιο!.. Διότι
στις κάμαρές του ἒχουν σκάσει μεγάλες ποσότητες ἀπό μπαροῦτι και δυναμίτες
χωρίς να ὑποστεῖ οὒτε σχισμή σε κάθε Ἀνάστασι, ἀπό ἀμνημονεύτων ἐτῶν μέχρι
σήμερα!
Ἃγιο ὃμως εἶχαν καί
τα παιδιά που ἒπεφταν μέσα στους λάκους με τον ἀσβέστη που ἒσβηναν οἱ ἂνθρωποι
για να φτιάξουν τά σπίτια τους ἐπειδή ἐκεῖ ὑπῆρχε το νερό για το σβήσιμο, δηλαδή δίπλα ἀπό το γεφύρι και την βρύσι ! Και
πενήντα μέτρα ἀπό το σχολεῖο….
Ἂν και ξέραμε ὃτι δεν
πρέπει να ζυγώνουμε, το ἀπαγορευμένο μᾶς ἒσπρωχνε συνεχῶς γύρω ἀπό τον καυτό ἀσβέστι
πού την πρώτη μέρα τοῦ σβησίματος κόχλαζε σαν ἡφαίστειο!
Ἂντε, ποιός κολύμπησε σήμερα στον ἀσβέστη!.. Εὐτυχῶς πού ὃλο
και κάποιος Ἃγιος ἐτύχαινε ἐδῶ με το πέρασμα κάποιου μεγάλου και τράβαγε
τον κολυμπητή ἀπό τά πόδια… Το μέρος ἐδῶ, ἦταν πάντα πολυσύχναστο γιατί ἐδῶ ἦσαν
τα νερά. Εὐτυχῶς πού το μόνο πού ἒμεινε, εἶναι σημάδια ἀπό κάψιμο που φέρουν ἀκόμη
κάποιοι ἀπό την γενιά μου…
Το καλοκαῖρι τρέχαμε ξυπόλυτοι μέρα νύχτα μέσα σε μονοπάτια,
σε ξερόχορτα και σε ἀγκάθια. Περάσαμε δίπλα ἀπό ὀχιές, ἀστρίτες και σκορπιούς.
Και ὁ Θεός ἢθελε που δεν πάθαμε κακά .
Ἀλλά κάποια στιγμή, μοῦ συνέβη το κακό ! Με τσίμπησε
σκορπιός στο δάκτυλο την στιγμή που πῆγα να σηκώσω ἓνα σακί!
Ἦταν στην ἐποχή τοῦ θέρους. Ἒξω στο χωράφι. Ὃ,που ἐκεῖ
θέριζαν οἱ γονεῖς μου με δύο ἐργάτες.
Ὁ πόνος ἦταν κάτι το ἀσύληπτο. Ἀκόμη θυμᾶμαι πού μοῦ
σούβλιζε ὃλο το σῶμα !
Γιατρός δεν ὑπῆρχε πουθενά ! Ἀλλά και για να ἒβρισκες γιατρό
ἒπρεπε να πᾶς χιλιόμετρα μακριά με το μόνο μεταφορικό μέσο τῆς ἐποχῆς που ἦταν
το ἂλογο !
Ἒτσι ἡ περίθαλψίς μου, βασίστηκε ἀποκλειστικά στην λαϊκή ἰατρική
!
Ἒκαναν ἰατρικό συμβούλιο οἱ γονεῖς μου με τους δύο ἐργάτες
και ο καθ’ ἓνας προσπαθοῦσε να ἐπιστρατεύσει τις δικές του ἐπιστημονικές
πληροφορίες …
Τελικά, ἐπικράτησε ἡ ἐπιστημονική ἂποψις τῆς κυρά Σταυρούλας
τοῦ Σοφοῦ πού ἦταν και καλή ἐργάτισα…
Ἐγώ ἒχω ἀκούσει ὃτι βάζουν λάδι στον κῶλο σε τέτοιες
περιπτώσεις…
Ἂντε, με ξαπλώνουν πάνω σ ἓνα τσουβάλι που ἒγινε πρόχειρο ἰατρικό
κρεβάτι και μοῦ κοπανᾶνε λάδι !... Ἀλλά οἱ σουβλιές, σουβλιές πού δονοῦσαν ὃλο
μου το σῶμα !
Τελικά, εἲτε ἡ ἐπιστήμη τῆς κυρά Σταυρούλας ἐπικράτησε, εἲτε
ὁ κύκλος τοῦ δηλητηρίου συμπληρώθηκε, ἒδωσε ὁ Θεός και πέρασαν αὐτές οι
δυσκολοχόνευτες εἰκοσιτέσσερες ὦρες, ὃ,που μετά ἠρέμησα και μοῦ ἒμεινε αὐτή ἡ
σκληρή ἀνάμνησις με πιθανό κέρδος τά ἀντισώματα γιά ἐνδεχόμενο νέο τσίμπημα .
Οἱ γιαγιάδες, κάτι ἢξεραν ἀπό ἀντισώματα. Γιατί τον πατέρα
μου, τον εἶχε ποτίσει ἡ γιαγιά μου με ψημένο σκορπιό στον καφέ χωρίς να τοῦ το
πεῖ την ἲδια στιγμή.
Δεν ξέρω κατά πόσο θα ἲσχυε αὐτό, γιατί δεν ἐπιβεβαιώθηκε –
εύτυχῶς – στον πατέρα μου, ἓνα βράδυ που κοιμόμασταν στρωματσάδα στις καλαμιές
και που ἒπεσε ὁ σκορπιός ἀπό το βρακί του την στιγμή πού σηκώθηκε ! Την γλύτωσε
δηλαδή φτηνά, ὃπως λέμε…
Βέβαια ἀργότερα, προχώρησε ἡ ἐξέληξις και ἀντί για χάμω
φτιάξαμε αὐτό που ὀνομάζαμε στράτι . Δηλαδή ἂς το ποῦμε ἓνα κρεβάτι ἀπό σκίζες
που στηρίζονταν σε τέσσερεις πασσάλους μπηγμένους στην γῆ και σε ὓψος ἓνα μέτρο
περίπου. Πάνω στις σκίζες στρώναμε κλαδιά ἀπό σκίνα και καλαμιές. Ἀπό πάνω τις
παλιές γίδινες κάπες με ἀποτέλεσμα να νοιώθουμε πραγματική ἂνεσι, ὃλοι μαζί
στρωματσάδα ! Μπροστά σ’αύτή την πρόοδο, φάνταζε ἀσήμαντο το κλαρί που
πεταγόταν και τάραζε την ἐπιφάνεια τοῦ στρώματος. Το ἲδιο μας το σῶμα άποροφοῦσε
ἀδιαμαρτύρητα την κάθε προεξοχή…
Ἀλλά μετά, εἲχαμε και ἂλλη πρόοδο. Ἂλλος ἒφτιαξε καλύβα ἀπό
ξερολιθιά, ἂλλος ἀπό κλαριά για να ἀντιμετωπίζουμε ἐνδεχόμενη καλοκαιρινή ἢ
φθινοπωρινή βροχή.
Ἐμεῖς εἲχαμε καλύβα ἀπό ξερολιθιά ὃ,που ἐκεῖ μᾶς ἒβρισκαν
πάντα τα πρωτοβρόχια.
Κι’ ἒβλεπες το μισό χωριό να ἒχει μετακομίσει το καλοκαῖρι ἒξω
στην ὓπαιθρο, στα περιβόλια και στα ἀμπέλια.
Παντοῦ ζωή ! Φωνές ἀπό παιδιά ! Συναναστροφές ἀπό καλύβα σε
καλύβα !
Στην γειτονιά μου, εἲχαμε και μία εὐχάριστη ἒκπληξι ! Ὁ
γείτονάς μας ὁ μπάρμπα Νικόλας, ἀφοῦ τοῦ πῆγε καλά ἡ δουλειά με το
καρβουνοκάμινο, ἀγόρασε γραμμόφωνο ! Ἀγόρασε και ἀρκετές πλάκες (=δίσκους…) . Ἒτσι
τά βράδια μαζευόμασταν οἱ γείτονες, κουρδίζαμε και ἀκούγαμε συνέχεια το βάζει ὁ Ντοῦτσε την
στολή του, την θειά μας την Κωντύλω τρία
βρακιά φορεῖ, μαζί με ἆλλα τραγούδια τῆς ἀξέχαστης Σοφίας Βέμπω …
Εἲμαστε τότε προς το τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 και ἒχει
προχωρήσει ἡ ζωή σε πολλά ἐπίπεδα.
Στις ἀρχές τῆς δεκαετίας ὑπῆρχε ἀκόμη πεῖνα και δυστυχία ἀπό
τούς πολέμους που εἶχαν προηγηθεῖ.
Γύρισε τότε ὁ πατέρας μου ἀπό την ἐπιστράτευσι και μᾶς βρῆκε
με την μητέρα μου σε ἂθλια κατάστασι ὑποσιτισμοῦ ἂν και ὁ παπποῦς ἒκανε ὃ,τι
μποροῦσε για να μᾶς συντηρεῖ.
Δανείστηκε λοιπόν δύο ἂλογα και ἒτρεξε δύο ἡμέρες για να
κόψει και να πουλήσει τα ξύλα! Και ὁ τυχερός τά πούλησε και μάλιστα στην
κανονική για την έποχή τιμή. Δηλαδή, πῆρε ἓνα δεκάρικο !
Μ΄αὐτό, ἀγόρασε ἓνα κουτί γάλα ζαχαροῦχο για μένα πού ἒκανε ὀκτώ
δραχμές, πῆγε στο ταβερνάκι και ἢπιε ἓνα κατοσταράκι κρασί πού ἒκανε πενήντα
λεπτα, μαζί με πενήντα λεπτά στραγάλια και ἦρθε εὐτυχισμένος στο σπίτι μαζί με
μία δραχμή !
Σκέψου, με τι εὐχαρίστησι θα ἒπεινα ἐγώ το γάλα που δεν θα
τέλειωνε ποτέ ὃσο τοῦ ἒριχνες νερό !..Ἀλλά και την οἰκονομική ἂνεσι πού θα ἐξασφάλιζε
ὁ οἰκογενειακός προϋπολογισμός μ΄αὐτή την δραχμή !...
Ἀλλά τώρα, δόξα τῶ Θεῶ, πέρασαν δέκα χρόνια ἀπό τότε και ἂρχισε
να βγαίνει χρῆμα . Κυκλοφόρησαν και τσίχλες γεμᾶτες ζάχαρη και διάφορες γεύσεις
πού ἰδιαίτερα μᾶς ἂρεσαν στα παιδιά .
Ἀλλά ἐπειδή το χαρτζιλίκι ἦταν για μᾶς σπάνιο, εἲχαμε ἐναλλακτικές
λύσεις. Τις λέγαμε κολιές στο χωριό . (Προφανῶς ἀπό την κόλα …)
Εἶναι ἓνα εἶδος ἀγκαθιοῦ πού βγάζει κάτι σαν ἐλαστικό ἂσπρο
στον κορμό του τον Ἰούλιο μῆνα. Τρέχαμε λοιπόν ξυπόλυτοι, με τις πατοῦσες μας
να ἒχουν γίνει ἀδιάτρητες, ἀπό ἀγκάθι σε ἀγκάθι για να το μαζέψουμε και να το
κάνουμε μπάλες. Κόβαμε κομμάτι ἀπό αὐτές που ἦταν σκληρό, το μασούσαμε με πεῖσμα
ὃλη μέρα και μέχρι το βράδυ γινόταν ἁπαλό σαν τσίχλα .
Ἦταν πλούσιος αὐτός πού εἶχε φτιάξει την μεγαλύτερη μπάλα !
Ἀλλά ὃπως ἦσαν εὐαίσθητες
οἱ πατοῦσες μας μπροστά στα ἀγκάθια, ἦσαν εὐαίσθητοι και οἱ γονεῖς μας ἀπέναντι
στις ἀταξίες μας …
Μια φορά, ὃπως ἢμουν ἀνεβασμένος σε μια ἐλιά ἐκεῖ που ἁλωνίζαμε
το σιτάρι και ὑπῆρχε ἂφθονο παιδομάνι μοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα να πηδήσω ἀπό το δένδρο !
Μόλις προσγειώθηκα, τραντάχτηκε το σῶμα μου και σφάδαζα ἀπό
τον πόνο ! Τότε με βλέπουν οἱ γονεῖς μου, ξεχνοῦν ὃτι εἶμαι το μοναχοπαίδι τους
και με χτυποῦν θυμωμένοι ἀπ’ ὃλες τις πλευρές για να με …νουθετήσουν, με ἀποτέλεσμα
να μην μπορῶ να ξεχωρήσω τον πόνο τοῦ ξύλου ἀπό αὐτόν τῆς πτώσεως !
Μετά βέβαια ἀπό κάποια ὦρα συνῆλθα και τα ξέχασα ὃλα …Τά
ξέχασαν και οἱ γονεῖς μου, ἀποκαταστάθηκε ἡ οἰκογενειακή γαλήνη μαζί με την
χαρά για την σοδιά και δεν μοῦ ἒμεινε και χρόνος για να ἀναπτύξω ψυχικά
τραύματα …
Ἦταν μεγάλη ὑπόθεσις τότε να βγάλεις το ψωμί τῆς χρονιᾶς
σου. Ἂν εἶχες το ψωμί και το λάδι ἐπικρατοῦσε χαρά και εὐτυχία σε ὃλο το σπίτι.
Ὃλα τά ἆλλα προβλήματα, ἦσαν ἀπλᾶ συμβᾶντα που τα ἒπαιρνε ὁ ἀέρας…
Γιά σκέψου, ὃταν ἒψυναν το καρβέλι στον φοῦρνο τῆς αὐλῆς που
μοσχοβολοῦσε ὃλη ἡ γειτονιά !
Ἀλλά και τα σιτάρια που εἲχαμε τότε, ἦσαν διαφορετικά . Ἒδειναν
ἂλλη ποιότητα ψωμιοῦ. Αὐτό ἀποτελοῦσε
την βασική μας διατροφη .
Μια φέτα ψωμί με ζάχαρη και εἲμαστε χορτᾶτοι, εὐτυχεῖς γεμᾶτοι
ἐνέργεια για παιδικές δράσεις .
Δεν ξέραμε ὃτι ὑπάρχουν οἱ λέξεις ζαμπόν, τόστ, γαρυδάκια
και τα ὑπόλοιπα σημερινά διαστροφικά…
Ἒτσι, ὃλοι εἶμασταν κρεατωμένοι και δεν ἒβλεπες χοντρούλικα
παιδιά .
Ἃλωστε εἲχαμε ἀναπτύξει και κάποιου εἲδους αὐτάρκεια σε
κρέας. Ὃλοι μας κυνηγούσαμε πουλάκια. Σπουργίτες και κεφαλάρες το καλοκαῖρι,
τσίχλες τον χειμῶνα.
Τά κυνηγετικά μας ἐργαλεῖα ἦσαν το λάστικο (=σφενδόνα) και
το δόκανο για το καλοκαῖρι και το ἀγκίστρι για τις τσίχλες τον χειμῶνα.
Εἲχαμε γίνει πολύ ἒμπειροι στην συλλογή σκουληκιῶν ἀπό τις
καλαμποκιές που τα χρησιμοποιούσαμε ὡς δόλωμα στα δόκανα για τις κεφαλάρες.
Σκέψου ὃταν ἒπιανες δύο με τρία πουλάκια, τα καθάριζες και κατ εὐθεῖαν ἡ μαμά
τά ἒβαζε τσουκάλι με ρύζι και ντομάτα. Μετά, ἒκανες βουτιά για νά δεῖς που εἶναι
το κρέας…
Ἒτσι περνοῦσαν τα καλοκαίρια μας και ἐρχόταν το φθινόπωρο
που ἂνοιγαν τα σχολεῖα .
Ἡ μεγάλη μας χαρά ἦταν το νέο ἀναγνωστικό ! Καμία σχέσι δεν
εἶχε αὐτό με τα σημερινά βιβλία πού ἒχουν στα σχολεῖα.
Ἦταν ἓνας θαυμάσιος συνδυασμός ἀπό εἰκόνες και ἂρωμα ! Οἱ εἰκόνες
του ἁπλές ζωγραφιές γεμᾶτες συμβολισμούς, ἑνῶ το ἲδιο το βιβλίο σ ἒκανε να το κρατᾶς κοντά στην
μύτη σου και να μην χορταίνεις το ἂρωμά του !
Μ΄ ἂρεσαν πολύ τα ποιήματα του. Ἦταν γεμᾶτα συμβολισμούς και
νοήματα. Λίγη ἡ σχολική ὓλη ἀλλά και οὐσιαστική πού χωροῦσε σε μία ἁπλῆ σάκκα ἀπό
πανί την ὁποία μᾶς εἶχε ράψει ἡ μαμά .
Σήμερα οἱ πλᾶτες τῶν παιδιῶν λύγισαν ἀπό τις μεγάλες και
βαριές σάκες μέσα στις ὁποῖες κουβαλοῦν φορτεῖα ἀπό γνώσεις οἱ ὁποῖες δεν ξέρω
κατά πόσον ἀπορροφῶνται και κατά πόσον εἶναι χρήσιμες .
Οἱ ἀρχαῖοι μας, ἒλεγαν . Οὒκ ἒν τῶ πολλῶ το εὖ, ἀλλ’ ἒν τῶ εὖ
το πολύ.. Ἀλλά ἐμεῖς ποῦ να καταλαβαίνουμε σήμερα ἀπό τέτοια !...
Τότε, εἶχαμε τα ποιήματα τοῦ Ἰωάννη Πολέμη, γεμᾶτα νόημα,
συμβολισμό και μία βαθιά ἠθική που την καταλάβαινες ἀπό παιδί και γινόταν ἀρωγός
τῆς ζωῆς σου.
Να αὐτό, δεν
το ξέχασα κι ἂς πέρασαν τόσα χρόνια !
Μην φοβηθεῖς …
Μη φοβηθεῖς το σπίτι, που ἂνοιξε βαθιά στη γῆ τα θέμελά του, κι ἂς ἒλθουν
χίλιοι ἀνεμοστρόβιλοι και τη σκεπή του ἂς ρίξουν κάτου.
Μη φοβηθεῖς το δέντρο , που ἃπλωσε
τις ρίζες του βαθιά στο χῶμα, κι ἂς σπάσει την κορφή του ο ἂνεμος και τα πυκνά
κλαδιά του ἀκόμα.
Μη φοβηθεῖς αὐτόν, που στήριξε στην Πίστη ἐπάνω
την ἐλπίδα. Τον εἶδα στη ζωή να μάχεται μα πάντα ἀνίκητο τον εἶδα.
Ναι ὃλα αὐτά
πού ζήσαμε τότε, μᾶς καλλιέργησαν πίστι και ἐλπιδα ! Μᾶς βοήθησαν τον καθ΄ἓναν
μας να ρίξει βαθιά στην γῆ τις ρίζες του και να ἀντέχει δυνατούς ἀέρηδες !
Δεν μᾶς ἒκλεισαν
μέσα σε θερμοκήπια για να ἀναπτύξουμε ἐπιπόλαιο ριζικό σύστημα πού θα διαλυθεῖ
μαζί με το φυτό ἂν ὁ δυνατός ἀέρας σπάσει τά τζάμια…
Ἀλλά το
μεγάλο πρόβλημα τοῦ δασκάλου ἦταν ὃτι ὃλοι θέλαμε να γίνουμε ἀεροπόροι… Γιατί ὃλοι
ζητούσαμε να ἀπαγγείλουμε το ποίημα ὁ ἀεροπόρος πού ἦταν στο βιβλίο τῆς Β
δημοτικοῦ, ὃταν ἒκλειναν τά σχολεῖα πάντα με το σχετικό θεατράκι.
Μέσα σ’αὐτό
το κλῖμα, πέρναγαν τα καλοκαίρια πού τα διαδέχονταν οἱ χειμῶνες και πάει
λέγοντας…
Σχολεῖο,
παιχνίδι . Ξυπόλυτοι ὃλο το καλοκαῖρι με παπούτσια τον χειμῶνα και πάντα με
κοντά ντρίλινα παντελονάκια.
Ἐγώ και οἱ
περισσότεροι, φορέσαμε μακρύ παντελόνι στα δέκα πέντε μας χρόνια, ὃταν ἂρχιζαν
στα πόδια να γίνωνται σκληρές οἱ τρίχες . Ἑνῶ ὁ Ρήγας φόρεσε ἀπό τις πρῶτες
τάξεις τοῦ δημοτικοῦ ! - Τον εἶχε πολύ χαϊδεμένο ἡ μαμά του και μετά εὐτυχῶς
την ἀντικατέστησε ἡ γυναῖκα του γιατί το χάδι για τον Ρήγα, εἶναι ἀδιαπταγμάτευτο
…-
Ὃλα αὐτά, φαντάζουν ὃτι ἀπέχουν πολύ ἀπό την ἐποχή μας. Ἀκριβῶς
για τον λόγο ὃτι ἡ ἐποχή μας ταυτίζεται με ραγδαῖες ἐξελήξεις.
Τότε δείναμε ἐξετάσεις για να πᾶμε στο γυμνάσιο, ἀφοῦ ἀφήναμε
το δημοτικό.
Στο γυμνάσιο εἲχαμε αὐστηρότητα και τίποτε δεν θύμιζε τις
σημερινές χῦμα καταστάσεις τῆς παιδείας μας.
Τά μαθήματα ἦσαν αὐστηρά φιλοσοφικά και ἡ πολιτεία ἒδινε ἒμφασι
στην κλασσική παιδεία, στην σοβαρή σύγχρονη Ἑλληνική σκέψι και στα μαθηματικά.
Οἱ μαθητές και οἱ μαθήτριες, εἲχαμε ἑνιαία ἐμφάνισι. Πηλίκιο
με την κουκουβάγια πού ἐθεωρεῖτο σύμβολο τῆς σοφίας για τά ἀγόρια και ὁμοιόμορφες
σχολικές ποδιές για τά κορίτσια .
Ἐνδιέφερε την πολιτεία, να εἶναι οἱ μαθητές ὑπόδειγμα
συμπεριφορᾶς στην κοινωνία. Μέσα σ’αύτό το κλῖμα που για τους ἐπιπόλαιους
φαίνεται να καταδυναστεύωνται οἱ ἀτομικές ἐλευθερίες τῶν μαθητῶν, ἐδῶ ἀντίθετα
αὐτές κατοχυρόνονταν διότι τα παιδιά προστατεύονταν από τον χειρότερο δυνάστη τῆς
ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, τῆς ἀξιοπρέπειας και τῆς προσωπικότητας που τους ἒριξαν
μετα . Δηλαδή, αύτό πού ὀνομάζουν μόδα και το ὁποῖο σύν τοῖς ἂλλοις, ἐπιβάρυνε
οἰκονομικά τους γονεῖς .
Σκέψου να σκεφτώμασταν τι μόδα θα ἦταν το μοναδικο ντρίλινο παντελονάκι
μας που τα ποιο εὒπορα παιδιά εἶχαν και δεύτερο για να ἀλλάζουν, ἑνῶ οἱ
περισσότεροι γονεῖς εἶχαν ἓνα ἐφεδρικό για ὃλα τα παιδιά !
Θεωρῶ ὃτι εἶναι
μέγιστη ἀποτυχία το ἐκπαιδευτικό σύστημα πού άδυνατεῖ να ἐνισχύσει την
προσωπικότητα τοῦ ἀτόμου και πού θέλει το ἂτομο ἀντιγραφέα και μιμητή φτηνῶν
προτύπων τά ὁποῖα κάποιοι προωθοῦν στην κοινωνία με προφανῆ ἀλλά και με σκοτεινά
ἀφανῆ συμφέροντα…
Λίγο ἂν κουνήσουμε το κεφάλι μας ἀπό την μοῦχλα πού
συσσώρευσε ἡ ἀκινησία τοῦ πνεύματος ὃλα αύτα τά χρόνια τῆς κομματικῆς ἀκολασίας
τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, θα καταλάβουμε πολλά ἀπό τά γιατί και εἰδικά σήμερα…
Ἀλλά ἐμεῖς πού θέρους τε και χειμῶνος διατελούσαμε φέροντες
τά ἲδια φτωχά και ταπεινά ἱμάτια, δηλαδή ἓνα κοντό παντελονάκι ἀπό φθηνό ὓφασμα,
δεν νοιώθαμε να μᾶς βαραίνουν ψυχολογικά
προβλήματα και δεν τρέχαμε σε ψυχιάτρους ….
Διαβάζαμε τον Τιμολέοντα Ἀμπελᾶ και νοιώθαμε ἀνώτερα αἰσθησιακά
βιώματα που ὑπερκάλυπταν τις σημερινές αἰσθησιακές
ἀκρότητες …
Για παράδειγμα, «ἡ γείτων»…
Και ἦτο
ἡ γείτων, ξανθή λευκοχείτων
ἑστία χαρήτων, πλουσίων, ἀρρήτων
Και ἒλεγον φρήττων,
το μέτωπον πλήττων
ὦ εἲθε να ἦτο, ἡ γείτων ἀχείτων !....
ἑστία χαρήτων, πλουσίων, ἀρρήτων
Και ἒλεγον φρήττων,
το μέτωπον πλήττων
ὦ εἲθε να ἦτο, ἡ γείτων ἀχείτων !....
Σ΄αὐτό το πνεῦμα τελειώσαμε τα σχολικά μας χρόνια, πήγαμε
στον στρατό, δουλέψαμε μετά, ἀγοράσαμε μηχανάκι ἢ βέσπα πού ἦταν ποιο «κυριλέ»
και τρέχαμε ἀνήσυχοι μέρα νύκτα, με ζέστες ἢ κρῦα, ἀπό παγίδα σε παγίδα, ἀπό
δόκανο σε δόκανο…
Μέχρι το κοιμισμένο ἡφαίστειο στα Μέθανα, ἒφτασαν κάποιοι, ὂνομα
και μη χωριό… Γιατί μᾶλλον
ὃλες οἱ λάβες ἀσκοῦν ἀμοιβαία ἓλξι …
Ἀλλά, ὃ,τι κάναμε στα
πουλιά, τις κεφαλάρες, τώρα γύρισε πάνω μας… Θεία δίκη, ποτέ δεν ξεχνᾶ !.. Ὃλα τά βάζει στην ἀνάλογη τάξι και στον
πρέποντα χρόνο !..
Διαλέγαμε πάντα, το ποιό πικάντικο δόλωμα …
Μέχρι πού ἓναν ἓναν, μᾶς ἒπιανε το δόκανο χωρίς να το
καταλάβουμε και πού διέλυσε τις παρέες τῶν παιδικῶν μας χρόνων !
Παναγιώτης Δερματᾶς